Ο Αετός ή Αητός είναι ημιορεινό χωριό της Περιφερειακής Ενότητας Αιτ/νίας σε υψόμετρο 260 μέτρα.
Ο Αετός βρίσκεται στο Ξηρόμερο, νοτιοδυτικά της Κατούνας σε απόσταση 52 χλμ. ΝΑ. από τη Βόνιτσα και 38 χλμ. ΒΔ. από το Αγρίνιο. Είναι κτισμένος στους πρόποδες των Ακαρνανικών Ορέων και στην πετρώδη βουνοπλαγιά «Μπούμιστος» με θέα την κοιλάδα του Ξηρόμερου.
Διοικητικά αποτελεί μέρος του δήμου Ακτίου-Βόνιτσας και αποτελεί το μοναδικό χωριό της τοπικής κοινότητας Αετού και σύμφωνα με την απογραφή του 2011, έχει πληθυσμό 480 κατοίκων.
Είναι οικισμός χτισμένος αμφιθεατρικά στην τραχιά και πετρώδη βουνοπλαγιά Ακαρνανικού βουνού Μπούμιστος, στη δυτική πλευρά του νομού Αιτωλοακαρνανίας.
Δεσπόζει σε υψόμετρο 260 μέτρων στις παρυφές μικρής, εύφορης κοιλάδας και αγναντεύει την Κοιλάδα του Ξηρόμερου. Έχει 664 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του 2001 και απέχει 50 χιλιόμετρα από το Αγρίνιο και μόλις 10 χιλιόμετρα από την Κατούνα.
Το χωριό είναι κτισμένο στα ριζά της βουνοπλαγιάς, για να έχει καλύτερες κλιματολογικές συνθήκες και να γειτνιάζει με τα χωράφια και τους βοσκότοπους, που του εξασφαλίζουν τα βασικά για την επιβίωση.
Σε κοντινή απόσταση από το χωριό βρίσκεται το βυζαντινό Κάστρο του Αετού, το οποίο κτίστηκε τον 4ο με 6ο αιώνα, την ίδια εποχή με το χωριό, για να αντιμετωπιστούν οι βαρβαρικές επιδρομές των Ούννων, Βησιγότθων, Αβάρων κλπ.
Την περίοδο του Δεσποτάτου της Ηπείρου (γύρω στα 1250) συμπληρώθηκε και ολοκληρώθηκε η οχύρωσή του.
Η τοποθεσία είναι δυσπρόσιτη και καλά προφυλαγμένη ανάμεσα στα ορεινά τμήματα που σχηματίζουν τα Ακαρνανικά όρη, η κορυφή Μακριά Λύμπα, το Κάστρο και τα στενά της Στεναδιάς.
Ονομαστό είναι το πανηγύρι του Αετού που γίνεται κάθε χρόνο στις 21 Μαΐου.
Το χωριό αποτέλεσε πατριαρχική Εξαρχία κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ως τις αρχές του 18ου αιώνα (1708), οπότε μνημονεύεται επίσκοπος Αετού.
Απέναντι από τη θέση που είναι σήμερα κτισμένο το χωριό του Αετού, στην κορυφή απόκρημνου λόφου, είναι κτισμένο το ομώνυμο φρούριο.
Το κάστρο του Αετού
Τοποθεσία & Στρατηγική Σημασία
Η θέση του στο εσωτερικό της Ακαρνανίας εξασφάλιζε φυσική προστασία από τους επιδρομείς, και επιπλέον είναι κτισμένο στο τέλος περίπου της διαδρομής από Μύτικα – Κανδήλα – Βάρνακα – Αρχοντοχώρι- Αετό – Κατούνα και έδινε τη δυνατότητα για έλεγχο αυτού του περάσματος, που στα χρόνια του μεσαίωνα ήταν η κύρια οδός από τα δυτικά παράλια της Ακαρνανίας προς την ενδοχώρα.
Ιστορία
Πρέπει να κτίστηκε ανάμεσα στους 4ο και 6ο μ.Χ. αιώνες, μαζί με το χωριό του Αετού για να αντιμετωπιστούν οι βαρβαρικές επιδρομές. Το πρόβλημα τότε ήταν οι Ούννοι, οι Βησιγότθοι, οι Άβαροι κ.ά.
Η οχύρωση του κάστρου συμπληρώθηκε και ολοκληρώθηκε περί το 1250 από τους Δεσπότες της Ηπείρου.
Το 1294 πέρασε στη δικαιοδοσία του Φίλιππου Β’ του Τάραντος ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρου Α΄ Κομνηνού Δούκα. Ο Φίλιππος Β’, από το 1297 που πέθανε ο Νικηφόρος, έγινε και «Δεσπότης της Ρωμανίας», ενώ ήταν ήδη Βασιλιάς της Αλβανίας και τιτουλάριος Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης. Στην επικράτειά του ανήκε και η Ακαρνανία και η Μεγάλη Βλαχία (περίπου η Θεσσαλία). Έτσι το κάστρο πέρασε υπό την κυριαρχία των Ανδεγαυών, δηλ. του οίκου των ντ’Ανζού της Νότιας Ιταλίας.
Ο Φίλιππος ανέθεσε τη διοίκηση του κάστρου (μάλλον μαζί με το αντίστοιχο φέουδο στον κόντε Ιωάννη Καβάσιλα).
Περί το 1340 το κάστρο, όπως και η ευρύτερη περιοχή, κατακτήθηκε από τους Σέρβους, οι οποίοι έμειναν για μερικά χρόνια. Τους διαδέχθηκαν διάφοροι Αλβανοί τοπάρχες.
Στα 1399, ο κόμης Κεφαλληνίας Κάρολος Τόκο ανέθεσε στον Μάνο Μηλιαρέση από τη Σικελία την κατάληψη του φρουρίου του Αετού, πράγμα που ο τελευταίος κατάφερε το 1402. Έτσι το φρούριο πέρασε στους Φράγκους του ανδεγαυικού οίκου της Κεφαλονιάς. Ο Τόκο έδωσε το 1416 το κάστρο στον τρίτο γιο του Μενούνο.
Το 1450 μαζί με τα φρούρια στο Αγγελόκαστρο και στο Βάρνακα, το κάστρο του Αετού καταλήφθηκε από τους Τούρκους, στη κατοχή των οποίων έμεινε μέχρι την επανάσταση του 1821.
Επί Τουρκοκρατίας το κάστρο δεν πρέπει να αξιοποιήθηκε ιδιαίτερα και κάποια στιγμή εγκαταλείφθηκε.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Όπως μπορούμε να διακρίνουμε σήμερα είχε δύο διαζώματα με καλύτερα διατηρημένο το εσωτερικό. Οι τοίχοι έχουν κατασκευαστεί από ακανόνιστους πωρόλιθους της περιοχής, ενώ στα κενά ανάμεσα στις πέτρες και στους αρμούς χρησιμοποιήθηκαν θραύσματα πλίνθων. Τέλος σώζονται αρκετά καμαροσκέπαστα δωμάτια, τα περισσότερα σήμερα κάτω από το έδαφος. Στις καμάρες έχουν χρησιμοποιηθεί ελαφρά επεξεργασμένες πέτρες και σε αρκετά σημεία πλίνθοι. Το κάστρο καλύπτει μια έκταση 200μ40μ. Μοιάζει, στην αρχική του μορφή, με φράγκικο κάστρο διαθέτοντας εξωτερικά τείχη, εξωτερικό περίβολο, εσωτερικό περίβολο και ακρόπυργο.
Το τείχος είναι σε ερειπιώδη κατάσταση, αλλά είναι ορατό σε όλο του το μήκος εκτός από την ανατολική πλευρά όπου δεν υπάρχει τίποτα επειδή ίσως εκεί δεν χρειαζόταν ποτέ τείχος. Ενισχυόταν κατά διαστήματα με προεξέχοντες πύργους, το καλύτερο παράδειγμα των οποίων είναι ο πύργος στη βόρεια πλευρά. Στη δυτική πλευρά, στη γωνία υπάρχει ακόμα ένας πύργος.
Στην κορυφή του κάστρου υπάρχει μια παραληλλόγραμμη εσωτερική οχύρωση που περιλάμβανε ένα πύργο που σήμερα είναι δυσδιάκριτος.
Η πύλη πρέπει να ήταν κάπου στη νοτιοδυτική άκρη του τείχους όπου υπάρχουν υπολείμματα πύργου. Δυο επιπλέον πύργοι υπήρχαν στη νότια πλευρά (βλ. Κάτοψη)
Θρύλοι και Παραδόσεις
Το κάστρο περιβλήθηκε με γραφικό θρύλο: στα χρόνια της εισβολής των Τούρκων η αρχοντοπούλα, για να γλιτώσει από την πολύμηνη πολιορκία, έβαλε μπροστά όργανα να παίζουν μόνα τους για πολλές μέρες χωρίς χέρια ανθρώπων, φόρεσε τα γοβάκια της ανάποδα και χάθηκε στα βουνά. Ξεγέλασε, έτσι, τους εχθρούς που πίστεψαν ότι υπήρχαν ακόμη υπερασπιστές στο κάστρο και παραπλανήθη