Το βράδυ του Σαββάτου 17 Απριλίου 1826, συνεδρίαζε στην Κωνσταντινούπολη, στο σπίτι του μουφτή, το υπουργικό συμβούλιο με παρόντα τον Αγά των Γενιτσάρων. Λίγο πριν διαλυθεί η συνάντηση, έφτασε αγγελιαφόρος του Ιμπραήμ πασά που τους ανήγγειλε πως το Μεσολόγγι είχε πέσει. Ο Βρετανός πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, Στράτφορντ Κάνιγκ, όταν το έμαθε, ενημέρωσε αμέσως τον εξάδελφό του, υπουργό Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, Τζορτζ Κάνιγκ. Τις επόμενες ημέρες, ο πρέσβης έστελνε λεπτομερείς αναφορές με τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει από διαφορετικές πηγές. Πρόσθετε, με φανερή δυσθυμία, πως «οι άλλες διπλωματικές αποστολές πήγαν να συγχαρούν τον Οθωμανό υπουργό Εξωτερικών για τη μεγάλη επιτυχία. Δεν χρειάζεται να σου πω πως εγώ δεν το έκανα. Το θεωρώ τελείως ανάρμοστο».

Η κατάληψη του Μεσολογγίου («Μεσολένκ» στα τουρκικά) είχε γίνει έμμονη ιδέα για τον σουλτάνο. Ενα χρόνο νωρίτερα, τον Απρίλιο του 1825, ο ίδιος ο Μαχμούτ Β΄ έγραφε σε αυτόγραφο διάταγμά του πως «ένας Θεός ξέρει ότι, μέρα και νύχτα, το μυαλό μου βρίσκεται στο Μεσολόγγι· δεν σκέφτομαι τίποτε άλλο από το πότε θα έρθει η ώρα που θα μάθω πως το Μεσολόγγι έπεσε». Δεν είχε άδικο. Το Μεσολόγγι είχε αναδειχθεί για την Ευρώπη και ιδίως για τους φιλέλληνες και τους φιλελεύθερους το πολιτικό κέντρο της Επανάστασης. Το 1826 είναι η μοναδική χρονιά που στον παγκόσμιο Τύπο η λέξη «Μεσολόγγι» αναφέρεται περισσότερες φορές από τη λέξη «Αθήνα».

Η ώρα ήρθε, αλλά τη νίκη πρόσφερε στον σουλτάνο ο Ιμπραήμ, ο διάδοχος του πασά της Αιγύπτου. Γιατί χρειάστηκε να καταφύγει ο σουλτάνος σε έναν υποτελή του, ο οποίος έξι, μόλις, χρόνια αργότερα θα απειλήσει με τον στρατό του ακόμη και την Κωνσταντινούπολη;

Ο Μαχμούτ, για μία δεκαετία πριν ξεσπάσει η Ελληνική Επανάσταση, βρισκόταν σε αντιπαράθεση με τους δεκάδες επαρχιακούς άρχοντες διαφορετικού διαμετρήματος, θρησκείας και εθνότητας – όπως ο Αλβανός Αλή πασάς ή ο Λαζός Τουζτζούογλου. Αυτός ο δεκαετής εμφύλιος πόλεμος είχε εξαντλήσει τη στρατιωτική δεξαμενή των Οθωμανών κι έτσι όταν χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τους Eλληνες, ικανοί και έμπειροι αυτοκρατορικοί βεζίρηδες, όπως ο Χουρσίτ και ο Κιουταχής, δυσκολεύονταν πολύ να κινητοποιήσουν, να τροφοδοτήσουν και να χρηματοδοτήσουν στρατιώτες.

Εργολάβοι πολέμου

Oσον αφορά το οθωμανικό κράτος, η στρατιωτική ιστορία των πρώτων πέντε ετών της Ελληνικής Επανάστασης είναι η ιστορία της απεγνωσμένης προσπάθειας της Υψηλής Πύλης να πείσει τους Αλβανούς οπλαρχηγούς να στραφούν εναντίον των Ελλήνων. Θυμίζοντας συνθήκες κατάρρευσης αρχαίων αυτοκρατοριών, η Πύλη βρισκόταν κυριολεκτικά στο έλεος «στρατιωτικών εργολάβων» και μισθοφόρων που στην πλειονότητά τους ήταν Αλβανοί. Σύμφωνα με Οθωμανούς αξιωματούχους, οι δύο πρώτες πολιορκίες του Μεσολογγίου (1822-23), απέτυχαν λόγω των «τερτιπιών» των Αλβανών, που ήταν απρόθυμοι επειδή ήταν βέβαιοι πως αν κατέπνιγαν την εξέγερση των Ελλήνων, θα αποτελούσαν αυτοί τον επόμενο στόχο.

Το 1825, η Πύλη αποφάσισε να αλλάξει ριζικά την πολιτική της, υιοθετώντας μια ευφυή αυτοκρατορική πολιτική στρατηγική. Πρώτα απομάκρυνε από την περιοχή τον Ομέρ Βρυώνη, τον ηγέτη των Τόσκηδων Αλβανών, γιατί τον θεωρούσε κύριο υπεύθυνο για την αποτυχία καταστολής της ελληνικής εξέγερσης. Ακολούθησε η απεξάρτηση από τους Αλβανούς, που επετεύχθη με τη μεταφορά από τη Θράκη εθνοτικά Τούρκων στρατιωτών. Aλλωστε οι «Αυλωνίτες», που αποτελούσαν την πλειονότητα των αλβανικών στρατευμάτων, εγκατέλειψαν αυτοβούλως την πολιορκία τον Σεπτέμβριο του 1825. Ο Ιμπραήμ κατέφτασε από τον Μοριά τον Δεκέμβριο, για να ενισχύσει και να διεξαγάγει την πολιορκία μαζί με τον Κιουταχή.

Τα Βρετανικά Εθνικά Αρχεία περιέχουν πλήθος εγγράφων για την πολιορκία του Μεσολογγίου. Πληροφορίες που προέρχονται από τη βρετανική πρεσβεία, τον στόλο και τις Αρχές των Ιονίων. Αλλά στα Οθωμανικά Κρατικά Αρχεία φυλάσσονται αναρίθμητα έγγραφα για όλες τις πολιορκίες του Μεσολογγίου (1822-1826). Ορισμένες από τις αναφορές των Οθωμανών αξιωματούχων προκαλούν δάκρυα στα μάτια ακόμη και έμπειρων ιστορικών που έχουν διαβάσει σπαρακτικές περιγραφές για την Eξοδο. Ελπίζουμε να βρούμε τα μέσα για να αξιοποιήσουμε το ογκώδες ανεκμετάλλευτο υλικό που έχουμε συγκεντρώσει. Ακολουθούν, ενδεικτικά, αποσπάσματα από δύο έγγραφα.

Η επιστολή

Ο Νετζήπ Εφέντης, ο εκπρόσωπος του πασά της Αιγύπτου στην Κωνσταντινούπολη, στάλθηκε στο Μεσολόγγι, με την εντολή να εξασφαλίσει ομαλές σχέσεις μεταξύ των Αιγυπτίων και των Οθωμανών στην τελευταία φάση της πολιορκίας. Σε επιστολή του, με ημερομηνία 19/4/1826, περιγράφει την πτώση του Μεσολογγίου:

Η κατάληψη του Μεσολογγίου είχε γίνει έμμονη ιδέα για τον σουλτάνο. Ενα χρόνο νωρίτερα, τον Απρίλιο του 1825, ο ίδιος ο Μαχμούτ Β΄ έγραφε σε αυτόγραφο διάταγμά του (φωτογραφία) πως «ένας Θεός ξέρει ότι, μέρα και νύχτα, το μυαλό μου βρίσκεται στο Μεσολόγγι· δεν σκέφτομαι τίποτε άλλο από το πότε θα έρθει η ώρα που θα μάθω πως το Μεσολόγγι έπεσε». [Οθωμανικά Κρατικά Αρχεία]

«Οι άπιστοι είχαν οχυρώσει τόσο καλά το Μεσολόγγι ώστε ήταν αδύνατο να κατακτηθεί με επίθεση. Αν και τα νησιά Βασιλάδι και Ανατολικό –το κλειδί για το Μεσολόγγι– είχαν καταληφθεί και ο αποκλεισμός από ξηρά και θάλασσα ήταν ολοκληρωτικός, για περίπου δεκαπέντε μέρες, περνούσε ανεφοδιασμός με μικρές βάρκες από το νησί Πεταλάς, καθώς το ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον γύρω από το Μεσολόγγι το ευνοούσε. Oμως ο Αυστριακός πρόξενος στην Πρέβεζα ενημέρωσε τον Ιμπραήμ πασά και αυτός έκλεισε αυτά τα περάσματα με οχυρώματα, κανόνια και στρατιώτες. Oταν διαπιστώθηκε ότι οι ληστές ήταν εξαντλημένοι από την πείνα, τους προσφέρθηκε αρκετές φορές αμνηστία σύμφωνα με τους κανόνες της Σαρία. Αλλά όταν τους παραδόθηκε το έγγραφο με τους όρους του Ιμπραήμ και του Ρεσίτ πασά [Κιουταχή], στο οποίο τους εξηγούσαν τη διαδικασία αμνηστίας και τους ανακοίνωναν το έλεος και τη χάρη του σουλτάνου, οι ληστές εξέφρασαν την περιφρόνηση και την εχθρότητά τους με αλαζονικά λόγια, λέγοντας: “Δεν μπορούμε να παραδώσουμε τα επτά χιλιάδες αιματοβαμμένα όπλα μας με τα ίδια μας τα χέρια”. Eλπιζαν να έρθουν προμήθειες και στρατιώτες για να τους ενισχύσουν και πράγματι εμφανίστηκαν τριάντα πέντε με σαράντα βάρκες ληστών και ξεκίνησε μια ανελέητη σύγκρουση με τον Αυτοκρατορικό Στόλο που κράτησε δύο μέρες. Ευτυχώς, δεν μπόρεσαν να προκαλέσουν καμία ζημιά στον Αυτοκρατορικό Στόλο, ούτε με τα πυρπολικά τους, ενώ οι ίδιοι υπέστησαν μεγάλες ζημιές και υποχώρησαν προς τα στενά της Ζακύνθου και του Πεταλά. Οι ληστές στο Μεσολόγγι απελπίστηκαν.

«1.734 ζευγάρια αυτιών που πάρθηκαν από το στρατό του Ιμπραήμ πασά και 1.015 που πάρθηκαν από το στρατό του Ρεσίτ πασά, συνολικά 2.749 ζευγάρια αυτιών, στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη για να εκτεθούν και να παραδειγματίσουν».

Ενας μουσουλμάνος αιχμάλωτος που δραπέτευσε από το Μεσολόγγι μετέφερε την πληροφορία ότι το ηλιοβασίλεμα του Σαββάτου, της δέκατης τέταρτης μέρας του Ραμαζανίου [10 Απριλίου 1826], θα έφταναν ενισχύσεις για τους πολιορκημένους από τα βουνά βόρεια του Μεσολογγίου, πίσω από τον στρατό μας, και τότε θα δινόταν το σύνθημα και οι άπιστοι στο Μεσολόγγι θα έπαιρναν τις γυναίκες και τα παιδιά τους και θα εξορμούσαν όλοι μαζί από την πόλη. Αμέσως ελήφθησαν όλα τα απαραίτητα μέτρα. Πράγματι, το ηλιοβασίλεμα του Σαββάτου, παρατηρήθηκε κίνηση στις κορυφές των βουνών και λίγο αργότερα οι ληστές, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, βγήκαν από την ανατολική ακτή του Μεσολογγίου. Καθώς υπήρχαν Αιγύπτιοι στρατιώτες σε εκείνη την πλευρά, όταν επιχείρησαν οι Eλληνες να περάσουν μέσα από τις οχυρώσεις, οι στρατιώτες μας αναμετρήθηκαν γενναία και με επιμονή, χτυπώντας τους με το πυροβολικό και τα τουφέκια. Κάποιοι από τους απίστους δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν και γύρισαν πίσω στο Μεσολόγγι, ενώ άλλοι, αδιαφορώντας για τις απώλειές τους, έτρεξαν προς τα βουνά αλλά οι στρατιώτες μας τους ακολούθησαν και τους έσφαζαν σε όλη τη διαδρομή. Κατά τη διάρκεια της εξόδου των απίστων, ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος. Ωστόσο, μετά την έξοδό τους, με τη χάρη του Θεού, τα σύννεφα διαλύθηκαν και η λάμψη του φεγγαριού ήταν τόσο έντονη όπως το φως της μέρας. Εκείνη τη στιγμή, ο συνταγματάρχης Χουσεΐν Μπέη του έβδομου τάγματος των Αιγυπτίων εξαπέλυσε επίθεση με ξιφολόγχη στο Μεσολόγγι, από τα οχυρά που βρίσκονταν στην πλευρά όπου είχαν εμφανιστεί οι άπιστοι.

Οι ληστές είχαν τοποθετήσει μπαρούτι στους λάκκους που είχαν σκάψει μέσα στην πόλη, και δεδομένου ότι ο ανεμόμυλος μέσα στο λιμάνι του Μεσολογγίου ήταν ισχυρό και οχυρωμένο μέρος, είχαν τοποθετήσει μπαρούτι κι εκεί, όπου είχαν εγκλωβιστεί περίπου τριακόσιοι άπιστοι. Τα ξημερώματα της Κυριακής, καθώς άναβαν την πυρίτιδα και ανατίναζαν τους λάκκους, ο ήχος των εκπυρσοκροτήσεων ήταν ασταμάτητος. Οι περισσότεροι από τους ληστές ανατινάχτηκαν, ελάχιστοι σκοτώθηκαν από τα σπαθιά των στρατιωτών μας που τους επιτράπηκε να λεηλατήσουν παιδιά, γυναίκες και περιουσίες. Δόξα τω Θεώ, επιτεύχθηκε μια μεγάλη νίκη. 1.734 ζευγάρια αυτιών που πάρθηκαν από το στρατό του Ιμπραήμ πασά και 1.015 που πάρθηκαν από το στρατό του Ρεσίτ πασά, συνολικά 2.749 ζευγάρια αυτιών, στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη για να εκτεθούν και να παραδειγματίσουν».

Η μαρτυρία

Καθώς οι Αιγύπτιοι έµπαιναν στο Μεσολόγγι, το βρετανικό µπρίκι «HMS Chanticleer» βρισκόταν κοντά στη λιµνοθάλασσα. Ο καπετάνιος του έλπιζε, µέχρι την τελευταία στιγμή, να βοηθήσει στην παράδοση της πόλης και στην ασφαλή έξοδο των πολιορκούμενων. Αιφνιδιάστηκε από την Εξοδο και προσπάθησε να διασώσει όσους επιχείρησαν να εγκαταλείψουν την πόλη από τη λιμνοθάλασσα. Ανάμεσα σε όσους διέσωσε τα ξημερώματα της Κυριακής των Βαΐων, υπήρχε ένας τραυματισμένος αιμόφυρτος Κερκυραίος που έδωσε στις βρετανικές αρχές, στον Πεταλά, μαρτυρική κατάθεση, την οποία βρήκαμε στα Βρετανικά Εθνικά Αρχεία:

«Είχαμε να φάμε ψωμί δεκαεπτά μέρες. Ζούσαμε τρώγοντας κουφάρια αλόγων, γάτες και αρουραίους. Οταν κι αυτά εξαντλήθηκαν αναγκαστήκαμε να τρώμε φύκια και ρίζες που μαζεύαμε από την ακτή. Τέλειωσαν κι αυτά και μείναμε τέσσερις μέρες χωρίς τροφή μέχρι που αποφασίσαμε, εξαντλημένοι από την πείνα, να κάνουμε την έξοδο το βράδυ του Σαββάτου. Μοιραστήκαμε σε τέσσερις φάλαγγες, καθεμία από τις οποίες θα έπαιρνε διαφορετική κατεύθυνση, με τους ηλικιωμένους, τους ασθενείς, τις γυναίκες και τα παιδιά στο κέντρο. Μόλις ξεκίνησε η επίθεση όσοι όρμησαν στα τουρκικά οχυρά κομματιάστηκαν αμέσως από τα πυρά. Οσοι σώθηκαν κατευθύνθηκαν προς τα βουνά ενώ τους καταδίωκε το τουρκικό ιππικό, δεν γνωρίζω αν σώθηκαν. Καθώς ο στρατηγός [Κίτσος] Τζαβέλλας είδε την καταστροφή διέταξε να μην ακολουθήσουν άλλοι, αλλά να παραμείνουν και να πεθάνουν στο Μεσολόγγι. Οι Τούρκοι εισέβαλαν στην πόλη, έβαλαν φωτιά στα ξύλινα σπίτια, έσφαξαν όλα τα παιδιά και τις γυναίκες που έπεσαν στα χέρια τους. Οι Ελληνες κατέφυγαν στα τριάντα οχυρωμένα σπίτια που ήταν εφοδιασμένα με πυρομαχικά. Πολέμησαν για ώρες μέχρι που κατάλαβαν ότι όλα τελείωσαν και τότε ανατίναξαν τα σπίτια, προτιμώντας να καούν ή να θαφτούν στα ερείπια παρά να πιαστούν αιχμάλωτοι. Εμειναν μόνο 150 άντρες στους οχυρωμένους μύλους που τους κράτησαν ολόκληρη την Κυριακή [των Βαΐων], αλλά τελικά εξαντλήθηκαν, έβαλαν φωτιά στα πυρομαχικά και ανατινάχτηκαν. Οι ασθενείς, οι γυναίκες και τα παιδιά που είχαν καταφύγει σε ένα οίκημα, πολέμησαν για αρκετές ώρες και τελικά ανατινάχτηκαν κι αυτοί. Εγώ κατάφερα να αποδράσω, μαζί με άλλους επτά, δύο ώρες πριν το ξημέρωμα».

Τρεις ημέρες στον βάλτο

Ανάμεσα στους πρόσφυγες που διέσωσαν οι Βρετανοί, υπήρχαν ένας ηλικιωμένος άντρας, έξι γυναίκες και δύο παιδιά. Κατάφεραν να αποδράσουν από την πόλη και κρύφτηκαν σ’ έναν βάλτο για τρεις ημέρες τρώγοντας φύκια. Οταν ένα τουρκικό απόσπασμα πέρασε από κοντά τους και ένα από τα μικρά παιδιά που είχαν μαζί τους άρχισε να κλαίει, αναγκάστηκαν να το πνίξουν μέσα στον βάλτο για να μην τους προδώσει…

*Ο κ. Σουκρού Ιλιτζάκ είναι διδάκτωρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών.

*Ο κ. Αριστείδης Χατζής είναι καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ευχαριστούν την υπ. διδ. Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Αννα Αθανασούλη για τη βοήθεια.

kathimerini.gr – *ΣΟΥΚΡΟΥ ΙΛΙΤΖΑΚ, ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΧΑΤΖΗΣ*