Ορφανός, αγράμματος και με μοναδική «περιουσία» 100 δραχμές που είχε ράψει στην φόδρα του σακακιού του, ο Τώνης Μαρούδας, γεννημένος στην Πάτρα –με καταγωγή από την Ζάκυνθο, φτάνει στην Αθήνα. Και παρά τις πιθανότητες που ήταν εναντίον του, καταφέρνει να διαπρέψει στο τραγούδι! Μάλιστα, εάν ζούσε σε άλλη εποχή, είναι βέβαιο ότι εκτός από μεγάλη καριέρα, θα είχε κάνει και τεράστια περιουσία.
Όμως στην δική του περίπτωση δεν ήταν γραφτό αυτό να συμβεί…
Τότε, το 1936 που βρέθηκε στην πρωτεύουσα, ήταν μόλις 16 ετών. Ο νεαρός κατορθώνει να καλύψει το έλλειμμα εκπαίδευσης με πολύ προσωπικό κόπο, γεμίζει τα κενά στην παιδεία του και ξεκινά να ασχολείται με το τραγούδι. Μέχρι εκείνη την στιγμή η μόνη σχέση του με τον χώρο ήταν το να ψέλνει τις Κυριακές σε εκκλησία και να συμμετέχει στην παιδική χορωδία «Ορφέας» στην Πάτρα.
Χρειάζεται λιγότερο από έναν χρόνο, πάντως, για να κάνει επιτυχία, τραγουδώντας τα κομμάτια «Χαβάνα» και «Η γυναίκα ξέρει» που κυκλοφορούν σε δίσκους 78 στροφών. Δυστυχώς, όμως, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Κατοχή και ο Εμφύλιος που ακολούθησε, στέκονται εμπόδιο στην εξέλιξή του και ουσιαστικά αρχίζει ξανά από την αρχή όταν η σβάστικα των Ναζί σταματά να ανεμίζει στον αττικό ουρανό και σταματά ο εσωτερικός σπαραγμός.
Καθοριστική στέκεται η γνωριμία του με τον Μιχάλη Σουγιούλ ο οποίος του εμπιστεύεται το κομμάτι «Λίγες καρδιές αγαπούνε» το οποίο είχε κυκλοφορήσει νωρίτερα με ερμηνεύτρια την Δανάη, χωρίς, όμως, να γίνει επιτυχία.
Τα επόμενα χρόνια ο Τώνης Μαρούδας μετατρέπεται στον απόλυτο σταρ, ίσως τον πρώτο, του καλλιτεχνικού στερεώματος, τραγουδώντας κομμάτια που έγιναν διαχρονικά, όπως τα «Εγώ θα κόψω το κρασί», «Δε φταις εσύ», «Λάθος η αγάπη μας», «Γελάς», «Δυο φορές μ’ έχεις γελάσει», «Όνειρα», «Χθεσινή μου άγνωστη», «Απόψε η φαντασία μου γελά», «Μια φορά αγαπάς». Μάλιστα, ο Τύπος της εποχής προσπαθεί να δημιουργήσει μια… κόντρα με το άλλο μεγάλο όνομα εκείνης της περιόδου: Τον Νίκο Γούναρη!
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι τους δύο άνδρες συνέδεε στενή φιλία, οπότε μάλλον διασκέδαζαν με τα δημοσιεύματα που τους ήθελαν στα… μαχαίρια και ίσως μέχρι ενός σημείου να συντηρούσαν το «ψυχροπολεμικό» κλίμα της τεχνητής έντασης για να το χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους! Για την ιστορία, πάντως, να αναφέρουμε ότι κάποια στιγμή συνεργάστηκαν κιόλας στον δίσκο «Τα ρομαντικά του γραμμοφώνου», μαζί με τον σπουδαίο Φώτη Πολυμέρη.
Η άλλη μεγάλη στιγμή στην καριέρα του Τώνη Μαρούδα ήρθε το 1956. Τότε χάρη στον Σπύρο Σκούρα που λειτουργούσε ως αφεντικό της 20th Century Fox, η Ελλάδα μπαίνει στον κινηματογραφικό χάρτη. Ο δαιμόνιος ομογενής με καταγωγή από την Ηλεία, πείθει το κραταιό στούντιο να γυριστεί στην χώρα μας το φιλμ «Το παιδί και το δελφίνι», με μέρος των γυρισμάτων να γίνεται στην άγνωστη -ακόμα- Ύδρα και άλλα στα Μετέωρα.
Στην διεθνή παραγωγή υπάρχουν και ελληνικές συμμετοχές, με τον Αλέξη Μινωτή να έχει ρόλο, τον Θανάση Βέγγο να συμμετέχει αλλά ως μέλος του συνεργείου (!) και τον Κώστα Ταχτσή να προσλαμβάνεται ως βοηθός του σεναριογράφου Άιβαν Μόφα. Φυσικά, τα μεγάλα ονόματα της ταινίας προέρχονται από το εξωτερικό, με τον Άλαν Λίλαντ και την μοναδική Σοφία Λόρεν να επιλέγονται για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Η διάσημη Ιταλίδα ντίβα είχε ακούσει τον Τώνη Μαρούδα να τραγουδά στην Καστέλα το «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη», μαγεύεται από την μελωδία και την φωνή του και ζητά να μπει το κομμάτι στην ταινία. Μάλιστα, προχωρά σε ταχύρρυθμα μαθήματα ελληνικών από την Μάγια Μελάγια προκειμένου να είναι σε θέση να τραγουδήσει ως ντουέτο με τον Έλληνα τροβαδούρο αυτήν την επιτυχία!
Σε έναν σπάνιο και δυσεύρετο δισκάκι 45 στροφών κυκλοφορεί στο εξωτερικό μαζί με άλλα τρία κομμάτια και πουλά πάνω από 2,5 εκατομμύρια αντίτυπα! Σε άλλες εποχές μόνο από τα πνευματικά δικαιώματα, οι Έλληνες συντελεστές (μουσική Τάκη Μωράκη και στίχοι που σύμφωνα με την Δανάη Στρατηγοπούλου ήταν δικοί της που τους παραχώρησε στον Γιάννη Φερμάνογλου) θα έβγαζαν πολλά χρήματα. Τελικά, το μόνο κέρδος τους ήταν απλά μια αμοιβή της τάξεως των 5.000 δολαρίων…
Ειδικά για τον Τώνη Μαρούδα οι απώλειες ήταν πολλαπλάσιες και παράπλευρες, αφού θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί αυτήν την συγκυρία και να ανοίξει τα φτερά του στο εξωτερικό, σε μια περίοδο που στην «τσινετσιτά» γυρίζονταν φιλμ που το δικό του μουσικό προφίλ έμοιαζε να ταιριάζει απόλυτα.
Αυτό, όμως, δεν συνέβη, με τον Έλληνα τραγουδιστή ο οποίος για περίπου μια δεκαετία ακόμη μεσουράνησε, μέχρι την Μεταπολίτευση που σταδιακά το μουσικό είδος το οποίο υπηρετούσε σταμάτησε να είναι της μόδας. Ο ίδιος αποσύρθηκε διακριτικά και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, με την σύζυγο του Ερασμία και τους δυο γιους του, Τάκη και Μιχάλη. Έφυγε από αυτόν τον κόσμο στις 22 Ιουλίου 1988 σε ηλικία μόλις 68 ετών, χτυπημένος από καρκίνο…