Ένα από τα κατεξοχήν χειμωνιάτικα φρούτα, μειώνει σημαντικά την πιθανότητα καρδιοπάθειας, εγκεφαλικού, διαβήτη και καρκίνου του ήπατος ενώ η συχνή κατανάλωσή του, προστατεύει τον οργανισμό από τα κοινά κρυολογήματα.
Παρότι μικρά σε μέγεθος, διαθέτουν εντυπωσιακά θρεπτικά συστατικά: φυτικές ίνες, βιταμίνες Α και C, σίδηρο, κάλιο, καροτίνη, φώσφορο, ασβέστιο και φολικό οξύ, ενώ περιέχουν πολύ λίγες θερμίδες.
Η μανταρινιά είναι δέντρο που φύεται σε τροπικά και υποτροπικά κλίματα, είναι ευαίσθητο στο κρύο και καρποφορεί από το Νοέμβριο έως το τέλος Φεβρουαρίου.
Η ιστορία τους ξεκινά πριν 3.000 χρόνια στην Κίνα και φθάνει στην Ευρώπη και τη Β. Αμερική μόλις το 1830. Εικάζεται πως πήραν το όνομά τους από τους ανώτερους κρατικούς λειτουργούς της κινεζικής αυτοκρατορίας, τους μανδαρίνους, οι στολές των οποίων είχαν το ίδιο χρώμα με τα συγκεκριμένα φρούτα αλλά και από το γεγονός ότι τα προσέφεραν ως δώρα.
Στην Ελλάδα τα έφερε από την Μάλτα ο Ρώσος ναύαρχος Λογγίνος Χέιδεν και καλλιεργούνται κυρίως στην Κρήτη και τη Χίο. Υπάρχουν πολλές ποικιλίες μανταρινιών όπως τα Satsuma, Cleopatra, Dancy, Ortanique. Oι πιο δημοφιλείς κλημεντίνες πήραν το όνομά τους από τον μοναχό Clement Rodier (1829-1904) που εντόπισε την συγκεκριμένη ποικιλία στην Αλγερία.
Τα μανταρίνια εκτός από πολύ γευστικά, είναι και πολύτιμος φρουρός της υγείας: πλούσια πηγή βιταμίνης Α και καροτένιου που συμβάλλουν στη σωστή ανάπτυξη των δοντιών και των οστών και συμμετέχουν στο σχηματισμό της ροδοψίνης, μιας χρωστικής με ιδιαίτερα ευεργετική επίδραση στην όραση και προστατευτική δράση έναντι του εκφυλισμού της ωχράς κηλίδας.
Η πρόσληψη αρκετής βιταμίνης Α ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα και βοηθά στην επούλωση των πληγών. Συγχρόνως, η φωτοπροστατευτική δράση του β-καροτένιου σε συνδυασμό με τις αντιοξειδωτικές και αντιγηραντικές του ιδιότητες, καταπολεμούν τη γήρανση του δέρματος.
Τα μανταρίνια παρέχουν σχεδόν το 80% των ημερήσιων αναγκών του οργανισμού σε βιταμίνη C, του ισχυρού αντιοξειδωτικού που ευθύνεται για τη σύνθεση του κολλαγόνου, την πρόληψη της αρθρίτιδας, του κρυολογήματος κ.α. Σε συνδυασμό με τα φλαβονοειδή και τα φαινολικά οξέα που περιέχουν, αναστέλλουν την παραγωγή των βλαβερών ελεύθερων ριζών και ρυθμίζουν τα επίπεδα της κακής χοληστερόλης στο αίμα.
Περιέχουν επίσης νιασίνη και θειαμίνη (βιταμίνες του συμπλέγματος Β), φολικό οξύ, κάλιο, ασβέστιο, μαγνήσιο, φολικό οξύ αλλά και φυτικές ίνες. Το κάλιο και το μαγνήσιο βοηθούν στη σταθεροποίηση της αρτηριακής πίεσης ενώ το ασβέστιο παίζει ζωτικό ρόλο στην πήξη του αίματος.
Ένα μανταρίνι 100 γρ. περιέχει περίπου 3 γρ. φυτικές ίνες που αυξάνουν το αίσθημα κορεσμού, διευκολύνουν τη σωστή πέψη και καταπολεμούν τη δυσκοιλιότητα.
Η παρουσία αλάτων βρωμίου στη φλούδα του δικαιολογεί την ηρεμιστική του δράση. Σύμφωνα με δύο Ιαπωνικές μελέτες που δημοσιεύτηκαν το 2006, η κατανάλωση μανταρινιών μπορεί να μειώσει σημαντικά την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου του ήπατος, καρδιοπαθειών, εγκεφαλικών επεισοδίων και διαβήτη.
Το εξαιρετικό έλαιο του μανταρινιού που προέρχεται από την ψυχρή έκθλιψη της φλούδας των καρπών ή και των λουλουδιών του, χρησιμοποιείται στην αρωματοθεραπεία και την κοσμετολογία ως χαλαρωτικό, καταπραϋντικό, αντιρυτιδικό και αντισηπτικό. Ενδείκνυται επίσης για ένα πεπτικές διαταραχές, κατακράτηση υγρών, δυσπεψίας, λιπαρού δέρματος και ακμής.