Μια μεγάλη μορφή της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας ήταν αναμφίβολα ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Πολυσχιδής προσωπικότητα, λόγιος, ιεροκήρυκας, κοινωνικός μεταρρυθμιστής και διαφωτιστής, γνωστός και ως Πατροκοσμάς.
Οι πληροφορίες για τα πρώτα χρόνια της ζωής του, είναι αντικρουόμενες. Όπως μαρτυρεί όμως και το προσωνύμιο «ο Αιτωλός», σίγουρα γεννήθηκε στην Αιτωλοακαρνανία, πιθανότατα το 1714. Το βαφτιστικό του όνομα ήταν Κώνστας. Για το επώνυμό του, στις περισσότερες πηγές διαβάζουμε ότι είναι άγνωστο.
Ορισμένα άρθρα στο διαδίκτυο, γράφουν και το επώνυμό (;) του. Σκόνδρας (σε άλλο άρθρο ως Σκόνδρα αναφέρεται η μητέρα του, ενώ ο πατέρας του λεγόταν Βραχωρίτης, Βραχώρι: το Αγρίνιο παλαιότερα), Ανυφαντής (= επαγγελματίας υφαντής, οι πρόγονοί του ήταν πιθανότατα υφαντές) και Δημητρίου. Οφείλουμε να αναφέρουμε αυτά τα επώνυμα, κανένα όμως από τα οποία δεν είναι εξακριβωμένα.
Ως τόπος γέννησής του, αναφέρεται το Μέγα Δένδρο Αιτωλίας (Μέγα Δέντρο του Απόκουρου, Τριχωνίδας Αιτωλοακαρνανίας κατά τον Κώστα Σαρδέλη). Ο Φάνης Μιχαλόπουλος έχει διαφορετική άποψη. Αναφέρει ως τόπο γέννησής του το χωριό Ταξιάρχης της Αιτωλοακαρνανίας.
Το τεκμηριώνει, με την αναφορά του στον αδελφό του Κοσμά, Χρύσανθο τον Αιτωλό, διαπρεπή λόγιο και διδάσκαλο. «Ο εν ιερομονάχοις ελάχιστος διδάσκαλος Χρύσανθος ο Εσωχωρίτης εκ της επαρχίας Ναυπακτίας και Άρτης του καλούμενου Αποκούρου και εκ του χωρίου Ταξιάρχης».
Απόκουρο, ήταν ολόκληρο διαμέρισμα της Αιτωλίας και της Ναυπακτίας με πολλά χωριά και με ξεχωριστό μικρό αρματολίκι στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Στον Ταξιάρχη, σώζεται το σπίτι που γεννήθηκε (Θ. Χαβελλάς, «Ιστορία Αιτωλών», Συνέχεια, 1883, σελ. 45) και λίγο πιο πέρα το μοναστήρι που ανακαίνισε ο ίδιος.
Αλλά και στην «Ιερά Διήγηση» της Μονής Προυσού, αναφέρεται ως τόπος γέννησης του Κοσμά του Αιτωλού, το χωριό Ταξιάρχης.
Ο πατέρας του ήταν Ηπειρώτης, κατά πάσα πιθανότητα από τα Ζαγόρια.
Τα νεανικά χρόνια του Κοσμά του Αιτωλού
Στα πρώτα χρόνια της ζωής του, ο Κοσμάς φαίνεται ότι έμεινε στο χωριό του μαζί με τους γονείς του, ασχολούμενος μάλλον, με γεωργικές και χειροτεχνικές εργασίες. Είχε έντονη κλίση προς τα γράμματα και τη θρησκεία και σε ηλικία περίπου 20 ετών, αποφάσισε να σπουδάσει συστηματικότερα. Φαίνεται ότι ξεκίνησε τις σπουδές του στο σχολείο της Λομποτινάς Ναυπακτίας, κοντά στον ιερομόναχο Ανανία Δερβισάνο. Στη συνέχεια, πιθανότατα, παρακολούθησε μαθήματα στο σχολείο της Αγίας Παρασκευής, το πιο φημισμένο σ’ όλη τη γύρω περιοχή, με δάσκαλο τον ευρυμαθή Θεοφάνη.
Εκεί, έλαβε και μερικές στοιχειώδεις γνώσεις ιατρικής οι οποίες στα επόμενα χρόνια του φάνηκαν υπερπολύτιμες. Μετά από 8 χρόνια φοίτησης εκεί, διορίστηκε βοηθός δασκάλου στη Λομποτινά, με διευθυντή τον πρώτο του δάσκαλο Ανανία Δερβισάνο. Ο Ανανίας τον προέτρεψε να μορφωθεί καλύτερα στο «Ελληνομουσείο» Βρανιανών των Αγράφων, όπου σχολάρχης ήταν ο αδελφός του Κοσμά, Χρύσανθος. Ίσως συνέχισε το διδακτικό του έργο ως υποδιδάσκαλος.
Ο Κοσμάς στο Άγιο Όρος
Όταν όμως, γύρω στο 1743, ιδρύθηκε στο Άγιο Όρος (συγκεκριμένα στη Μονή Βατοπεδίου) η Αθωνιάδα Σχολή, η οποία σύντομα απέκτησε μεγάλη φήμη, ο Κοσμάς αποφάσισε να μεταβεί στον Άθω. Αυτό φαίνεται ότι έγινε γύρω στο 1750. Εκεί, είχε δασκάλους τον Ευγένιο Βούλγαρη, τον πρώτο και επιβλητικότερο εισηγητή της Μεγάλης Ιδέας, τον Παναγιώτη Παλαμά, τον Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη και το Νικόλαο Τζαρτζούλη, νεωτεριστή, ρωσόφιλο, με σπουδές στην Ευρώπη (αρχικά σπούδασε στα Γιάννενα) και με μεγάλη φήμη, που επισκίασε για κάποιο διάστημα ακόμα κι αυτήν του Ευγένιου Βούλγαρη.
Ο Βούλγαρης φέρεται ότι είχε μυήσει μια ομάδα από περίπου 30 άτομα, η οποία είχε σαν σκοπό της να βοηθήσει το Έθνος «διά της μαθήσεως των γραμμάτων».
Το 1759 όμως, οι μαθητές της Αθωνιάδας Σχολής χωρίστηκαν σε δύο παρατάξεις. Τους νεωτεριστές και τους συντηρητικούς. Απογοητευμένος, ο Κοσμάς πήγε στη Μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους, όπου έγινε μοναχός και πήρε το όνομα με το οποίο έγινε γνωστός, αλλάζοντας το αρχικό του όνομα, Κώνστας.
Ο Κοσμάς ξεκινά τις περιοδείες του
Στα τέλη του 1759, ο Κοσμάς αποφάσισε ότι έφτασε η ώρα για να ξεκινήσει την αποστολή του. Πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου βρισκόταν ο αδελφός του Χρύσανθος, δάσκαλος των παιδιών του Σούτσου και με στενές σχέσεις με το Πατριαρχείο. Οικουμενικός Πατριάρχης ήταν τότε ο Σεραφείμ Β’, από το Δέλβινο της Βορείου Ηπείρου, φανατικός ρωσόφιλος. Ο Πατριάρχης γοητεύτηκε από την προσωπικότητα του Κοσμά και το 1760, του έδωσε πρόθυμα την άδεια για να αρχίσει το ιεραποστολικό του έργο. Λέγεται μάλιστα, ότι συνόδευσε τον Κοσμά ως το πρόθυρο του Πατριαρχείου και τον ευλόγησε.
Ο Κοσμάς πίστευε ότι ένα πνεύμα ανώτερο, «μια θεία βούληση», τον είχε προστάξει να αναλάβει το έργο της ανύψωσης του Γένους.
Η έναρξη της ιεραποστολικής δράσης, σχεδόν ταυτόχρονα με τον Κοσμά, από τον λόγιο ιεροκήρυκα του Πατριαρχείου Δωρόθεο Βουλησμά, ενισχύει την άποψη ότι υπήρχε γενικότερος σχεδιασμός από το Φανάρι για πνευματική και θρησκευτική ανύψωση των Ελλήνων.
Η πρώτη περιοδεία του Κοσμά
Ο Πατριάρχης ζήτησε από τον Κοσμά να περιοδεύσει πρώτα στα χωριά της Θράκης, καθώς ο ίδιος είχε χρηματίσει μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως και στη συνέχεια να περάσει στη Θεσσαλία κι από εκεί στην Αιτωλία. Φορώντας το απλό κι απέριττο ράσο του Τάγματος των Βασιλειανών και κρατώντας ένα ραβδί στο χέρι, ξεκίνησε τη δύσκολη πορεία του.
Αρχικά, περιόδευσε στα χωριά της Κωνσταντινούπολης και της Θράκης, όπου οι πληθυσμοί ήταν ανάμεικτοι και βυθισμένοι στο σκοτάδι. Η διδασκαλία του αμέσως απέδωσε καρπούς. Τα πλήθη έτρεχαν πίσω του σαστισμένα. Ο Κοσμάς γινόταν, κατά τον Φ. Μιχαλόπουλο, «μετάρσιος» (αυτός που αιωρείται ψηλά στον αέρα). Ακολούθησαν τα χωριά της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και τελικά, η ιδιαίτερη πατρίδα του, η Αιτωλοακαρνανία. Μίλησε στο Βραχώρι (Αγρίνιο), τη Ναύπακτο και το Μεσολόγγι, όπου ξαναβρήκε τον παλιό του δάσκαλο, Παναγιώτη Παλαμά, που προσπαθούσε να φτιάξει το δικό του σχολείο στην πόλη.
Ο λόγος του Κοσμά, πύρινος και καυστικός, γοήτευε τα πλήθη. Ο απλός κόσμος σαγηνευόταν από τα λόγια και την προσωπικότητά του. Όμως, δεν ίσχυε το ίδιο για τους άρχοντες και τους πλούσιους τους οποίους κατέκρινε, όπως και τους ανώτερους κληρικούς.
Όταν ο Πατριάρχης Σεραφείμ Β’ παραιτήθηκε (1761), ο Κοσμάς πήγε πάλι στην Κωνσταντινούπολη για να ανανεώσει την άδειά του. Δεν χρησιμοποίησε καθόλου τις υψηλές γνωριμίες του αδελφού του Χρύσανθου. Επισκέφθηκε μόνος του το νέο Πατριάρχη Σαμουήλ, ένθερμο φίλο των γραμμάτων ο οποίος πρόθυμα του ανανέωσε την άδεια (1763).
Έτσι, ο Κοσμάς, ξεκίνησε τη δεύτερη περιοδεία του, που κράτησε περίπου ως το 1773.
Η δεύτερη περιοδεία του Κοσμά
Όπως πιθανότατα έχουν καταλάβει οι αναγνώστες μας, πολλές πτυχές της ζωής και του έργου του Κοσμά του Αιτωλού, δεν είναι ξεκάθαρες καθώς υπάρχουν ελάχιστα ή και αντικρουόμενα μεταξύ τους στοιχεία.
Η Θράκη ήταν το πρώτο μέρος της δεύτερης περιοδείας του. Εκεί, έμεινε για μικρό χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια, πήγε στην Ανατολική Μακεδονία κι από εκεί στο Άγιο Όρος, στη Μονή Φιλοθέου για να ζητήσει την άδεια απομάκρυνσης από αυτή. Χειρόγραφο που σώζεται στο μοναστήρι γράφει:
«Οι εν τη Μονή (του Φιλοθέου) αγνοούντες τα περί διδασκαλίας του οσίου Κοσμά, εθεώρουν αυτόν ως άνθρωπον εκπληρούντα τα χριστιανικά καθήκοντά του, μηδέν εις την Μονήν προσπορισάμενον όφελος». Έτσι, η άδεια ανανεώθηκε και ο Κοσμάς μ’ ένα καΐκι έφτασε στη Σκόπελο, έπειτα στη Σκιάθο και στη συνέχεια στο Τρίκερι, απ’ όπου ξεκίνησε την περιοδεία του στη Μαγνησία.
Επισκέφθηκε τα χωριά του Πηλίου, στη συνέχεια την Αγιά, τα χωριά του Κίσσαβου (Όσσας) και τελικά τη Λάρισα. Εκεί, τόσο οι Έλληνες όσο και οι Τούρκοι προύχοντες αλλά και οι Εβραίοι, δεν είδαν με καθόλου καλό μάτι το κήρυγμά του.
Λέγεται μάλιστα ότι κάποτε αρνήθηκαν να του δώσουν νερό από κάποιο πηγάδι της πόλης, ο Κοσμάς δυσφόρησε κι από τότε οι Λαρισαίοι δεν έπιναν νερό από τα πηγάδια που ήταν γλυφό αλλά από τον Πηνειό! (Κ. Φαλτάιτς, «Ο Άγιος Κοσμάς», 1929).
Ο Κοσμάς δεν έμεινε στην πόλη. Τα κηρύγματά του ενάντια στην πολυτέλεια, την τοκογλυφία, τον πλούτο και τις καταπιέσεις συναντούσαν αντιδράσεις. Πεδίο δράσης του, ήταν τα μικρά χωριά και οι πεδιάδες.
«Δια το πλήθος του λαού, όπου δεν τους εχώρει καμία εκκλησία, εξ ανάγκης έκανε την διδαχήν του έξω εις τας πεδιάδας. Όθεν εσυνήθιζε και οπού έμελλε να σταθεί να διδάξει, πρώτον έλεγε και εκατασκεύαζαν ένα σταυρόν ξύλινον μεγάλον και τον έσταιναν εκεί. Έπειτα ακουμβίζοντας απάνω εις το ξύλον του σταυρού ένα σκαμνί, εις το οποίον ανεβαίνοντας εδίδασκε. Και μετά την διδαχήν το μεν σκαμνί το διέλυε και το έπαιρνε μαζί του, οπού κι αν επήγαινε. Ο δε σταυρός έμενεν εκεί εις ενθύμησιν παντοτινήν του κηρύγματος».
Από την πεδινή Θεσσαλία, κατευθύνθηκε προς τον Όλυμπο όπου μύησε μυστικά τους αρματολούς στα πατριωτικά του σχέδια. Αργότερα, επισκέφθηκε την Κοζάνη, τα Γρεβενά, τα Σέρβια και τα Χάσια, όπου μύησε και τον φημισμένο κλεφταρματολό Τότσκα στους απελευθερωτικούς σκοπούς του.
Στην περιοχή της Δυτικής και Βόρειας Μακεδονίας, αντιμετώπισε το πρόβλημα των δίγλωσσων κατοίκων. Ο ελληνισμός έφτανε τότε ως το Μοναστήρι (σημ. Μπίτολα της FYROM) και το Κρούσοβο (γνωστό και ως Αχλαδοχώρι).
Εκεί, ο Κοσμάς, μίλησε σε ελληνόφωνους και βλαχόφωνους. Σ’ εκείνα τα δυσπρόσιτα μέρη, με δική του πρωτοβουλία, χτίστηκαν πολλά προσκυνητάρια (μικρά κτίσματα για προσκύνηση και προσευχή). Παράλληλα, μύησε τους κλέφτες της Πίνδου στη Μεγάλη Ιδέα.
Από τη Μακεδονία, κατευθύνθηκε στην Ήπειρο. Το κήρυγμά του βρήκε τεράστια απήχηση στο Μέτσοβο. Κάνουμε εδώ μια παρένθεση για να αναφερθούμε στους Βλάχους της Πίνδου, των Χασίων, του Βερμίου και του Γράμμου. Όπως γράφει ο Φ. Μιχαλόπουλος, ο αριθμός τους, κάτω από τον Δούναβη, σε όλα τα Βαλκάνια, ήταν περίπου 28.000 οικογένειες.
Στις καθαρά ελληνικές περιοχές (Μοναστήρι, Βωβούσα, Κοζάνη, Μέτσοβο, Συρράκο, Γρεβενά κ.ά.) έφταναν τις 20.000 οικογένειες. Μόνο η Μοσχόπολη, μεγάλο κέντρο του ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου επί τουρκοκρατίας, είχε 30.000 κατοίκους. Οι ορεινοί αυτοί πληθυσμοί ήταν ελληνικότατοι στην ψυχή και το φρόνημα.
Επανερχόμαστε στην περιοδεία του Κοσμά. Από το Μέτσοβο, πήγε στην Κόνιτσα, όπου υπήρχαν πολλοί εξισλαμισμένοι κάτοικοι. Συνέχισε προς τα Ζαγοροχώρια, όπου πέτυχε να σταματήσουν να μιλιούνται τα βλάχικα και να χρησιμοποιούνται τα ελληνικά. Συνέχισε προς τη Ζίτσα, τα χωριά του Ασπροπόταμου (Αχελώου) και των Αγράφων. Στην περιοχή του Ασπροπόταμου, έφτασε στα άκρα, καθώς καταράστηκε χωριά. Ωστόσο και εκεί τελικά το κήρυγμά του βρήκε πρόσφορο έδαφος.
Τον Οκτώβριο του 1768, ξέσπασε ο πόλεμος ανάμεσα σε Ρώσους και Τούρκους. Ο Κοσμάς από το 1769 ως το 1770, βρισκόταν στην Αιτωλοακαρνανία. Ρώσοι πράκτορες είχαν ξεσηκώσει τους κατοίκους του Βάλτου και του Ξηρόμερου. Θερμόαιμοι απεσταλμένοι των Ορλόφ, ζητούσαν την κήρυξη επανάστασης. Πραγματικά, στα μέσα του 1769, η επανάσταση ξέσπασε. Ίσως ο Κοσμάς πέρασε και στην Αχαΐα που είχε ξεσηκωθεί. Είναι γνωστή η κατάληξη των Ορλοφικών και το βαρύ τίμημα που πλήρωσε η Στερεά Ελλάδα και ο Μοριάς.
Έχοντας πάρει ενεργό μέρος στην επαναστατική κίνηση, ο Κοσμάς εγκαταστάθηκε στην Κεφαλλονιά από το 1770 ως περίπου το 1773 όπου «παρέδιδε μαθήματα» (Σ.Δεβιάζης, Περιοδικόν Εθνική Αγωγή, τόμος Ζ, σελ. 69, 1904).
Μετά την υπογραφή της συνθήκης Κιουτσούκ Καϊναρτζή(1774) και την παροχή γενικής αμνηστίας, επέστρεψε στην ηπειρωτική Ελλάδα και από εκεί έφυγε για την Κωνσταντινούπολη, όπου δεν βρήκε τον αδερφό του Χρύσανθο, ο οποίος από το 1769 ως το 1774, ήταν Σχολάρχης της πατριαρχικής Ακαδημίας, αλλά ως ρωσόφιλος και, πιθανότατα, ως αδελφός του Κοσμά, καταδιώχθηκε και κατέφυγε στη Νάξο.
«Δια τας καιρικάς αταξίας και φόβους των τότε πολέμων λάθρα φυγών από βασιλεύουσαν ήρθεν εις Ναξίαν και ήρχισε να διδάσκει την γραμματικήν τέχνην». Ο Κοσμάς παρουσιάστηκε στο νέο Πατριάρχη Σωφρόνιο Β’ και αφού του εξιστόρησε όλα όσα γίνονταν στην Ελλάδα, ζήτησε ανανέωση της άδειάς του.
Ο Πατριάρχης τον ευλόγησε και τον προέτρεψε να αναχωρήσει πρώτα για τα νησιά του Αιγαίου, που βρίσκονταν ακόμα σε αναβρασμό και στη συνέχεια να πορευτεί στη Μακεδονία και την Ήπειρο για να συνεχίσει το εθνοσωτήριο έργο του. Τον Σωφρόνιο, ο Κοσμάς τον θεωρούσε ευεργέτη του.
Η τρίτη περιοδεία του Κοσμά του Αιτωλού
Για τις δύο πρώτες περιοδείες του Κοσμά του Αιτωλού, οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες. Χρησιμοποιήσαμε, κυρίως, στοιχεία από το βιβλίο του Φάνη Μιχαλόπουλου «Κοσμάς ο Αιτωλός» (Εναλλακτικές Εκδόσεις). Για την τρίτη και τελευταία περιοδεία του, σαφώς υπάρχουν περισσότερα στοιχεία. Στις αρχές του 1775 λοιπόν, ο Κοσμάς εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη και πήγε στα νησιά του Αιγαίου.
«Περιήλθεν όλα σχεδόν τα Δουκάνησα διδάξας τους χριστιανούς να μετανοούν και να πράττουν έργα άξια της μετανοίας».
Δουκάνησα, ονομάζονταν τότε όλα τα νησιά του Αιγαίου. Περιηγήθηκε στην Πάρο, τη Μύκονο, τη Σέριφο, τη Μήλο και τη Νάξο, όπου συνάντησε για τελευταία φορά τον αγαπημένο του αδελφό Χρύσανθο, ο οποίος, ακολουθώντας την προτροπή του είχε ιδρύσει σχολείο.