Γυναίκες «πλύστρες» στο Ξηρόμερο Αιτωλοακαρνανίας…
«Της αλισίβας και του μαύρου καζανιού οι καπνοί.
Τα υδραγωγεία ξεκινάν απ’ τη σπονδυλική μου στήλη»
Γράφει η δρ Μαρία Ν. Αγγέλη
mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Εικόνα άρθρου: https://www.arcadiaportal.gr/news/
«Στη θέα μιας απλωμένης μπουγάδας αντικρίζω την πατρίδα μου, το πατρικό μου σπίτι, τα παιδικά μου χρόνια, τη θαλπωρή που μπορεί να δώσει ένας άνθρωπος σε έναν άλλον. Απλωμένα ρούχα σημαίνει ειρήνη, φροντίδα, τρυφερότητα…». (Μπάμπης Πυλαρινός, Αθήνα, Νοέμβριος 2009).
Το πλύσιμο των ρούχων ήταν μια κατεξοχήν γυναικεία εργασία. Από την εποχή του Ομήρου, οι γυναίκες, ακόμη και οι βασιλοπούλες, αναλάμβαναν αυτή την επίπονη εργασία. Ο Οδυσσέας στο νησί των Φαιάκων είδε «βασιλοπούλες πλένανε τα ρούχα τους λευκαίνανε»:
« Και φτάσανε στου ποταμιού το ρέμα το πανώριο,
βρήκαν αστείρευτα νερά για πλύση, που αναβρύζαν
λαμπρά, και που τα πιο λερά σκουτιά θα καθαρίζαν·
και τα μουλάρια ξέζεψαν και ξέλυσαν εκείνες
σιμά στο χόχλιο ποταμό, να βόσκουν και να τρώνε
την αγριάδα τη γλυκειά. Σηκώσαν απ’ τ’ αμάξι τα ρούχα,
και βουτώντας τα μες στα νερά τα σκούρα,
γοργά και με συνερισιά στους λάκκους τα πατούσαν,
Και σαν τα πλύναν κι έβγαλαν κάθε λερό σημάδι,
πήγαν αράδα τ’ άπλωσαν απάνω στ’ ακρογιάλι,
κεί που τις πέτρες λεύκαινε πάς στη στεριά το κύμα,
Και σάνε λούστηκαν κι αυτές κι αλείφτηκαν με λάδι,
καθίσανε και γεύτηκαν στου ποταμού τους όχτους,
μες στη λιακάδα αφήνοντας τα ρούχα να στεγνώσουν.
(Οδύσσεια ραψωδία ζ, μτφρ. Αργύρη Εφταλιώτη)
Στο Ξηρόμερο, η γυναίκα φρόντιζε για την καθαριότητα της οικογένειας και του χώρου. Τα ρούχα ένδυσης από τις αγροτικές εργασίες βρώμιζαν εύκολα από ιδρώτα και χώμα. Εκτός από τα ρούχα ένδυσης είχε να πλύνει και στρωσίδια και σκεπάσματα, «τα χοντρόρουχα», «τα χοντροσκούτια», όπως τα έλεγαν. Τα στρωσίδια πλένονταν σε τακτά διαστήματα γιατί οι συνθήκες στο αγροτικό νοικοκυριό επέβαλαν το συχνό πλύσιμο. Η γυναίκα έπλενε στη σκάφη, κοντά στο ποτάμι ή στο πηγάδι, αλλά και στο πλυσταριό ή στην αυλή του σπιτιού της. Μια κουραστική και χρονοβόρα διαδικασία. Η παρέα των γυναικών που πήγαινε για πλύσιμο αλάφρυνε κάπως τη σκληρή διαδικασία. Η κουβέντα, το κουτσομπολιό, τα αστεία απαλύνουν και αυτή τη δύσκολη εργασία. «Φαρφάτιαζαν», ζάρωναν τα χέρια στο πλύσιμο στη σκάφη, γιατί ήταν εκτεθειμένα πολλή ώρα στο νερό… Οι παλάμες από τη μέσα μεριά γυάλιζαν και αποκτούσαν ένα ανοιχτό ροζ, σχεδόν διάφανο χρώμα… Η μέση πονούσε από το σκύψιμο ώρες ολόκληρες στη σκάφη… Η σπονδυλική στήλη δεχόταν σταδιακά την επιβάρυνσή της, αλλά τότε δεν φαινόταν…
Το καθαρό και νοικοκυρεμένο σπίτι και η επιμελημένη εμφάνιση του άνδρα και των παιδιών καθιερώνουν τη γυναίκα ως άξια και νοικοκυρά στο χωριό. «Λάμπει το σπίτι της»! «Λάδι να χύσεις κάτω το μαζεύεις», «Αστράφτει η απλωταριά της», είναι χαρακτηριστικές εκφράσεις που της αποδίδονταν. Αυτή η κοινωνική αναγνώριση δημιουργεί ικανοποίηση και αυτοεκτίμηση στη γυναίκα.
Απαραίτητα εργαλεία για πλύση: το καζάνι, η σκάφη, ο κόπανος, η κοπανίτσα, η αλυσίβα, η κόφα ή το «κοφίνι», η βούρτσα.
To καζάνι: είναι το μεγάλο μεταλλικό σκεύος, χάλκινο κυρίως, στο οποίο έβραζαν το νερό για την μπουγάδα τους οι γυναίκες. Ήταν άλλοτε με καπάκι και άλλοτε σκέτο, με δυο χοντρά χερούλια στα πλάγια. Τα μικρά τα έλεγαν καζανάκια ή καζανόπουλα και τα μεγάλα καζάνες.
Η σκάφη: ήταν συνήθως ξύλινη. Μεταπολεμικά βγήκαν οι αλουμινένιες. Στην εσωτερική επιφάνεια είχε ραβδώσεις για να τρίβονται τα ρούχα. Επίσης είχε μια ξύλινη θήκη για να βάζουν το σαπούνι. Λέγεται και «πλυτοσκάφη» ή «πλυτάρικο σκαφίδι» σε διάκριση με τη σκάφη ζυμώματος που λέγεται «ζυμωτάρικο σκαφίδι» ή «ζ(υ)μοσκάφη». Επόμενος διάδοχος της ξύλινης σκάφης ήταν οι τσίγκινες, όπως αναφέραμε, οι οποίες είχαν το πλεονέκτημα ότι ήταν βολικές και πιο ελαφριές.
Στα νεότερα χρόνια, το πλαστικό, έκανε κι εδώ την εμφάνισή του με πλαστικές σκάφες και λεκάνες, οι οποίες θεωρούνταν η ιδανική λύση, όμως έχουν το μειονέκτημα ότι, αν εκτεθούν στον ήλιο, σπάνε.
Με τη σκάφη υπάρχει και η γνωστή λαϊκή φράση, που λέγεται για να δηλώσει κάποιος την καθαρότητα του λόγου του: «Τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη».
Κόπανος: επίμηκες ξύλο, χοντρό, με χερούλι στη μια του άκρη και πλατιά επιφάνεια για το «κοπάνισμα» των χονδρών ρούχων που δεν μπορούσαν να τριφτούν με το χέρι για να καθαριστούν όπως στρωσίδια, σκεπάσματα, σαΐσματα ή σαέσματα κ.ά. Το χτύπημα γινόταν πάνω σε επίπεδη μεγάλη πέτρα. Ήταν πολύ δυνατό και ο ήχος του ακουγόταν από μακριά. Μεταφορικά η λέξη κόπανος δηλώνει τον άξεστο άνθρωπο, το χοντροκέφαλο, τον ασυνεπή. Υπάρχει και η παροιμία: «Δώσε μ’, κυρά μ’ τον άντρα σου, και συ κράτα τον κόπανο». Η παροιμία λέγεται σε περιπτώσεις που ζητάμε παράλογα και χρήσιμα πράγματα από τους άλλους που τα στερούνται (Π. Κοντομίχης, 1985:105).
Κοπανίτσα: ήταν μια πέτρινη πλάκα πάνω στην οποία έριχναν τα ρούχα που είχαν σαπουνίσει και τα χτυπούσαν με τον κόπανο.
Σαπούνι: το παρασκεύαζαν πολλές φορές και οι γυναίκες χρησιμοποιώντας κατακάθια λαδιού ή λάδι που μάζευαν από το περίσσευμα του τηγανίσματος. Το έβραζαν μαζί με καυστική σόδα, σε αναλογία 5 προς 1, όπως γράφει ο Δερμιτζάκης,( Δερμιτζάκης, 1995: 33). Όταν το μίγμα ήταν έτοιμο, το έχυναν σε ένα μεγάλο πλαίσιο, και αφού έπηζε, τουλάχιστον μετά από 24 ώρες, το έκοβαν σε πλάκες. (Είχα παρακολουθήσει τη διαδικασία από τη γειτόνισσά μας, θεια Μυγδάλω Μπακογιάννη…).
Η κόφα: ψηλό καλάθι στο οποίο έστρωναν τα πλυμένα «σαπουνισμένα» ρούχα. Τα σκέπαζαν με ένα υφαντό ρούχο το λεγόμενο «σταχτοπάνι» κι από πάνω έριχναν την αλισίβα. Την έριχναν σιγά σιγά να ποτίσει τα ρούχα, κυρίως ασπρόρουχα, για να καθαριστούν και να αποκτήσουν ένα αστραφτερό χρώμα.
Αλισίβα: ήταν ένα διάλυμα νερού με στάχτη το οποίο θερμαίνονταν σε μεγάλο δοχείο, το καζάνι προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στο πλύσιμο ρούχων. Στο νερό πρόσθεταν και φύλλα δάφνης για να μυρίζει ωραία. Αλισίβα επίσης σε ελάχιστη ποσότητα, σε ένα μπρίκι, έκαναν οι νοικοκυρές για να τη χρησιμοποιήσουν στην παρασκευή γλυκών, κυρίως στους ωραίους κουραμπιέδες. Εδώ θα αναφέρω ένα περιστατικό ενδεικτικό της αγάπης και της φροντίδας της ξηρομερίτισσας μάνας: Μια φίλη μου, η Γεωργία Λαϊνά, πήγε παραμονές Χριστουγέννων στο Λονδίνο, όπου διέμενε η κόρη της. Ανάμεσα σε πολλά άλλα που κουβάλησε μαζί της ήταν και ένα σακουλάκι στάχτη. Σκέφτηκα, μου είπε, να κάνω τους κουραμπιέδες, όπως ακριβώς στο χωριό. Με αλισίβα! Γέλασα, όταν μου το αφηγήθηκε, όπως πιθανόν γελάτε και σεις που το διαβάζετε, αλλά αυτή είναι η ελληνίδα και μάλιστα η Ξηρομερίτισσα μάνα!
Το πλύσιμο στα χωριά του Ξηρομέρου τότε γινόταν κυρίως στα πηγάδια, ιδίως το καλοκαίρι. Εκεί άναβαν φωτιά για να ζεσταθεί το νερό. Ήταν ο πιο πρόσφορος τρόπος πλυσίματος, αν λάβουμε υπόψη ότι δεν υπήρχε ύδρευση με τη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα. Τα ρούχα οι γυναίκες τα έπλεναν σε ξύλινες σκάφες. Στη συνέχεια τα άπλωναν πάνω σε κλαδιά θάμνων ή δέντρων, ώσπου να στεγνώσουν. Απορρυπαντικό μέσο κυρίως χρησιμοποιούσαν την αλισίβα και το πράσινο χειροποίητο σαπούνι. Η φυσική δύναμη του νερού, που συνέχεια ανανεωνόταν, υποστηριζόταν και από την ανθρώπινη δύναμη. Δυσκολία στο πλύσιμο είχαν τα χοντρά ρούχα, τα «χοντροσκούτια», για να χρησιμοποιήσω μια λησμονημένη ξηρομερίτικη λέξη. Στρωσίδια και σκεπάσματα. Στην περίπτωση αυτή χρησιμοποιούσαν τον ξύλινο κόπανο για κοπάνισμα και το τρίψιμο τους με τα πόδια των γυναικών! (φαρφάτιαζαν και τα πόδια). Όταν καθάριζαν τα χοντρόρουχα με το κοπάνισμα και το τρίψιμο από τα πόδια των κοριτσιών, για να στεγνώσουν απλώνονταν επάνω σε θάμνους… Ο χρόνος που χρειάζονταν τα ρούχα εκεί στον ήλιο, για να στεγνώσουν έφτανε στις πλύστρες για λούσιμο, για γεύμα και κουβέντα. Στο σπίτι φρόντιζαν να διατηρούν τα ενδύματα μέσα σε μπαούλα και σε κανίστρες… Τα χοντρόρουχα διπλώνονταν ωραία για να τοποθετηθούν στο γοίκο. Αυτή η αποθήκευση των ρούχων και ενδυμάτων, που ανήκε στην κινητή περιουσία του νοικοκυριού, τελούσε υπό την αποκλειστική φροντίδα και προστασία της νοικοκυράς του σπιτιού. Έπρεπε να τα αερίζει, να τα προστατεύει από τα ποντίκια, το σκόρο κ.λπ.
Ας ακούσουμε πώς περιγράφει το πλύσιμο με αλισίβα μια γυναίκα της εποχής εκείνης:
«Αλισίβα: έβαναμε το καζάνι στη φωτιά με στάχτη. Η στάχτη κατακάθονταν κάτω, έβαναμε και δάφνη να μυρίζει η αλισίβα. Στο κοφίνι έβαναμε όλα τ’ ασπρόρουχα πλυμένα. Έβαναμε πόστα πόστα, όμορφα. Από πάν έβαναμε ένα σταχτοπάνι υφαντό κι απάν ρίχναμε την αλισίβα για να καθαρίσνε τα ρούχα! Δεν είχαμε νερό κι κουβάλαγαμε από πηγάδια. Τα καλοκαίρια πήγαιναμε στα πηγάδια για πλύσιμο. Με το σατίλι βγάναμε νερό από τα πηγάδι. Εκεί μπορούσες να συναντήσεις κι άλλες γυναίκες. Κουβέντιαζαμε, έλεγαμε τα νέα τ’ χωριού.
Δύσκολο το πλύσιμο τότε. Και να χεις ρούχα από το χωράφι, από πιστικούς, από καπνό, απ’ όλα!» (Πανωραία Θεοφίλη, 29-5-22).
Στην αγροτική κοινωνία του Ξηρομέρου μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα οι γυναίκες έπλεναν ακόμη στη σκάφη. Χρησιμοποιούσαν πράσινο σαπούνι. Πολλές φορές το παρασκεύαζαν οι ίδιες από τα κατακάθια του λαδιού. Αργότερα βγήκαν τα απορρυπαντικά. Εκείνο που θυμάμαι και μου άρεσε πολύ ήταν η χρήση του λουλακιού, το οποίο έλιωναν οι γυναίκες στο νερό στο τελευταίο ξέβγαλμα των λευκών ρούχων. «Λουλάκιαζαν» τα ασπρόρουχα. Αποκτούσαν έτσι ένα λευκό «λουλακί» χρώμα, δείγμα καθαριότητας και αύρας μοναδικής… «Ένα σεντόνι βουτηγμένο στο λουλάκι…». Μια υπέροχη εικόνα στην απλωσταριά! Ένας πίνακας από τα άξια χέρια μιας γυναίκας! Ακόμη έχω στο νου μου τα λουλακιασμένα ασπρόρουχα της μάνας…
Δραπέτευση από το νεροχύτη
Ω τελετή δαχτύλων
ω μπουγάδα.
Εκεί το σαπούνι το πράσινο, γροθιά πηχτού λαδιού
στο μάρμαρο.
Εκεί το τολμηρό λουλακί, σχεδόν σαν παράβαση
στα ύδατα τα χωρικά του άσπρου.
Όπου η πλάτη εξατμίζεται
σε τι τοπία!
Της αλισίβας και του μαύρου καζανιού οι καπνοί.
Τα υδραγωγεία ξεκινάν απ’ τη σπονδυλική μου στήλη.
( Αθηνά Παπαδάκη, Αμνάδα ατμών, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1983)
Έχω πολλές αναμνήσεις από ένα ορεινό χωριό του Ξηρομέρου τα Βλυζιανά, τόπο καταγωγής μου. Στα Βλυζιανά το νερό στα νοικοκυριά πήγε πολύ αργά. Αρχές του 21ου αιώνα! Μέχρι τότε οι γυναίκες κουβαλούσαν νερό από τη δημόσια βρύση. Θυμάμαι στο χωριό αυτό το πλύσιμο των γυναικών στα δυο πηγάδια που βρίσκονται στο κέντρο του περίπου. Κυρίως στο Λιβρόχι, το μεγάλο πηγάδι.
Το Λιβρόχι έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Εκεί μικρό κορίτσι παρατηρούσα το πλύσιμο των γυναικών στις σκάφες. Θυμάμαι τις γυναίκες να βγάζουν με το «σατίλι», τον κουβά, νερό για το πλύσιμο των ρούχων. Άναβαν φωτιές, απίθωναν πάνω στις πυροστιές τα καζάνια για να ζεσταθεί το νερό. Μου άρεσε η όλη διαδικασία του πλυσίματος. Παιδί τότε, δεν μπορούσα να καταλάβω πόσο κουραστική και χρονοβόρα ήταν η κατεξοχήν γυναικεία αυτή εργασία. Έβλεπα ένα ωραίο θέαμα… Σαν ελληνική ταινία. Και δυστυχώς δεν είχα ούτε τη δυνατότητα ούτε τα εργαλεία να την καταγράψω. Ευτυχώς την κατέγραφα στη μνήμη μου… Αναζήτησα φωτογραφίες από κάποιους κατοίκους του χωριού. Δεν βρήκα όμως. «Πού βρέθκανε οι μηχανές τότες…», ήταν η απάντηση που πήρα...
Στον Πρόδρομο, επίσης οι γυναίκες πήγαιναν για πλύσιμο στα πηγάδια, σε τρεχούμενο νερό και στη Ρούστα… Ας «ακούσουμε» μια υπερήλικη σήμερα :
«Τα φόρτωναμε τα ρούχα κι πάηναμε στη Ρούστα, όπου ήτανε νερά. Άναβαμε φωτιά κι άναβαμε το καζάνι και μετά εγώ αφού τάπλυναμε καναδυο χέρια έβαναμε τ’ άσπρα με σειρά στο καλάθι έρχαμε απαν’ στάχτη και ζεστό νερό από λίγο λίγο κι τάπλυναμε… Γένοντανε κατακάθαρα.
Με σαπούνι τάπλυναμε τότε. Το λουλάκι ήρθε αργότερα. Έπιαναμε κι σταλάματα κι έπλυναμε. Κάποιοι είχανε στέρνες. Τάπλωναμε απαν’ τς κλάρες, απάν’ τς ασφάκες κι στέ γνωνανε! Τι νάκαναμει; » (Σοφία Λαϊνά,31-5-22).
Εκτός από πολύ κοπιαστική δουλειά, το πλύσιμο των ρούχων έκρυβε και πολλούς κινδύνους για την υγεία και τη σωματική ακεραιότητα των γυναικών. Κυρίως κρυολογήματα, ρευματικές παθήσεις και μυοσκελετικά προβλήματα. Σε ένα χωριό του Ξηρομέρου, τη Μπαμπίνη, ο Αλέξανδρος Κυριαζής καταγράφει το θάνατο μιας νεόνυμφης από το κρύωμα στο πλύσιμο των ρούχων. Τον ρώτησα περισσότερα για το περιστατικό:
«Ήταν μια νέα κοπέλα από το σόι της μάνας μου. Τη λέγανε Πάτρα Σταμουλακάτου. Ο Γεράσιμος Χαροκόπος παντρεύτηκε την πρωτοθειά της μάνας μου, την Πάτρα. Κατά τα έθιμα του γάμου, μετά τη δεύτερη βδομάδα η γυναίκα έπρεπε να πλύνει τα στρωσίδια. Λερώνονταν τα ρούχα τότε. Πατούσαν ο κόσμος με αρβύλες, με λάσπες…
Οι γυναίκες πηγαίνανε για πλύσιμο στα Φτελίδια. Την έχεις ακούσει; Είναι μια περιοχή στη Μπαμπίνη που είχε νερό. Εκεί άναβαν τα καζάνια για να πλύνουν. Μπαίνανε μετά μέσα στο νερό μέχρι πάνω για να τα ξεπλύνουν. Αυτή η δυστυχισμένη είχε περίοδο. Πήγε κι έπλυνε τα ρούχα. Κρύο. Παγωμένο το νερό. Χειμώνας καιρός σαν τώρα.(Γενάρης). Κρύωσε. Το βράδυ άρχισαν οι πόνοι… Συνεχίστηκαν για τα επόμενα δυο τρία χρόνια. Την πήγαν σε γιατρούς τότε δεν μπόρεσαν να τη σώσουν. Δεν ήταν εύκολο τότε. Δεν υπήρχαν τα μέσα. Πέθανε τελικά.(καρκίνο της μήτρας). Από μόνη της πήρε τα ρούχα και τάπλυνε. Δεν βρήκε πεθερά να πεις. Η νεαρή ηλικία δεν φοβάται το θάνατο. Αυτά μου τάλεγε η μάνα μου. Έμεινε χήρος ο παππούς ο Χαροκόπος». …» (Αλ. Κυριαζής,20-1-22).
Στο Μαχαιρά, όπως σε πολλά χωριά του Ξηρομέρου, υπήρχε λειψυδρία, «νεροχλίψα» για να χρησιμοποιήσω μια «παροπλισμένη» ξηρομερίτικη λέξη. Το νερό «ερχόταν» κάποια ώρα το πρωί και το απόγευμα. Οι γυναίκες έπρεπε να κάνουν οικονομία και στο νερό. Αξιοποιούσαν ακόμα και τα απόνερα του πλυσίματος, δηλ. τα νερά κυρίως από το τελευταίο ξέβγαλμα των ρούχων για το πότισμα των λουλουδιών. Έτσι διατηρούσαν τα βασιλικά τους, ακόμη και σε περιόδους μεγάλης λειψυδρίας!
Το στέγνωμα των ρούχων γινόταν σε σχοινιά ή πάνω σε κλαδιά, αν ήταν στο ποτάμι ή τρεχούμενο νερό. Σε σύρματα αν ήταν στο σπίτι. Ακόμη και το άπλωμα των ρούχων στο συρματόσχοινο, η «απλωσταριά» έδειχνε την αξιοσύνη και νοικοκυροσύνη της γυναίκας. Ήταν η δική της «έκθεση» με μανταλάκια στη γειτονιά. Άπλωνε τα ρούχα με μαεστρία, χωριστά τα λευκά, λουλακιασμένα με τη γαλαζωπή απόχρωση, χωριστά τα σκούρα, σε σειρά τα εσώρουχα, σε σειρά μαζί οι μπλούζες, οι φούστες, τα παντελόνια, οι κάλτσες…
Η μπουγάδα (στην απλωσταριά) είναι η διακριτική δημοσιοποίηση των πιο προσωπικών μας αντικειμένων: εσώρουχα, σεντόνια, πιτζάμες, νυχτικά… Όλα έκθετα στο φως, αλλά σε περιορισμένο κοινό, όπως γράφει ο εικαστικός Μπάμπης Πυλαρινός.
Το μπάλωμα: Mετά το στέγνωμα των ρούχων ακολουθούσε η διαδικασία του μπαλώματος. Το μπάλωμα των ρούχων ήταν μια τέχνη και αυτό. Γυναικεία τέχνη. Οι άνδρες σκίζανε συχνά τα ρούχα τους στις αγροτικές δουλειές κι έπρεπε να μπαλωθούν. Τα παιδιά σκίζανε τα ρούχα τους στο παιχνίδι. Μετά από μερικά διαδοχικά μπαλώματα δεν ξεχώριζες ποιο ήταν το αρχικό ύφασμα. Καθώς ανέβαινε το βιοτικό επίπεδο, υποχώρησε το μπάλωμα. Τα μπαλώματα όσο επιμελημένα κι αν ήταν αφαιρούσαν γόητρο από την οικογένεια. Γι’ αυτό και σπάνιζαν, όσο προόδευαν οι αγρότες… Εννοείται ότι δεν υπήρχε πλούσια γκαρνταρόμπα…
Θυμάμαι, από τα παιδικά μου χρόνια, τη «βάβω Κονιώσω», μάνα της μάνας μου, που με πολλή υπομονή και τέχνη αναλάμβανε το μπάλωμα των ρούχων. Θαύμαζα πόσο ωραία έκλεινε τις τρύπες, κυρίως από τις κάλτσες μας. Επίσης, πόσο όμορφα τοποθετούσε το «μπάλωμα» σε ένα φθαρμένο παντελόνι. Πού να φανταζόταν η γιαγιά πως τα τρύπια και σχισμένα παντελόνια θα ήταν μόδα κάποτε… Όταν πια τα ρούχα ήταν τόσο φθαρμένα και δεν έπαιρναν άλλο μπάλωμα, τότε τα έκοβαν κουρέλια, για να υφάνουν στον αργαλειό τις πολύχρωμες κουρελούδες. Αυτό το ταπεινό υφαντό, με βαμβακερά κουρέλια, κατασκευάζεται μέχρι σήμερα…
Το σιδέρωμα: Μετά το μπάλωμα ακολουθούσε το σιδέρωμα. Το σιδέρωμα γινόταν με το σίδερο που λειτουργούσε με κάρβουνα. Μια χρονοβόρα εργασία που απαιτούσε μεγάλη προσοχή για να μην καούν στο σιδέρωμα τα ευαίσθητα ρούχα. Δεν είχε αυτό το σίδερο ρυθμιστή θερμοκρασίας… Yπήρχε μια τελετουργική κίνηση, να κουνάνε το σίδερο κάθε τόσο γρήγορα, πέρα δώθε, για να μη σβήσουνε τα κάρβουνά του.
«Άναβαμε φωτιά κι έβαναμε τα καλά κάρβουνα στο σίδερο, για να κρατάνε, από πουρνάρι ας πούμε, όχι από πλάτανο. Τότε το ξαέριζαμε το σίδερο για να κάψει και μετά σιδέρωναμε. Όταν τελείωναν τα κάρβουνα έβαναμε κι άλλα κι συνέχιζαμε… Δεν έκαιγαμε ρούχα, ήξεραμε να σιδερώνουμε από μικρές».(Γιάννα Μπουρνάζου 12-6-22).
Ένα παιδικό τραγούδι, που τραγουδήσαμε ως παιδιά, αναφέρεται στην τεμπέλα και απρόκοπη γυναίκα:
Τη Δευτέρα βάνει πλύση
Και την Τρίτη τα απλώνει
Την Τετάρτη τα στεγνώνει
Και την Πέμπτη τα μαζεύει
Το Σαββάτο σιδερώνει
Και την Κυριακή αλλάζει
Πωπωπώ τι ψώφο πόχει!
Σε αστικές περιοχές υπήρχαν γυναίκες που ασκούσαν το επάγγελμα της πλύστρας. Ξενόπλεναν δηλ. στα πλουσιόσπιτα, με αμοιβή. Στα χωριά του Ξηρομέρου δεν έχουμε τέτοιες αναφορές. Η γυναίκα έπλενε μόνο τα ρούχα της οικογένειάς της.
Η πλύστρα έδωσε έμπνευση σε ποιητές, συγγραφείς, ζωγράφους και γλύπτες.
Παραθέτω στίχους από ένα γνωστό δημοτικό τραγούδι που εξυμνεί τη Ρηνούλα που πλένει στο ποτάμι:
Κάτω στο ρέμα στο βαθύ, πλέν’ η Ρηνούλα μοναχή.
δεξιά μεριά είν’ η πλύστρα της κι αριστερά η χωρίστρα της!
Αυτό το τραγούδι ήταν ένας ερωτικός ύμνος της παραποτάμιας πλύστρας.
Ο τραγουδιστής του βουνού και της στάνης ύμνησε επίσης τη Μαριώ που πλένει στον ποταμό:
Ἡ ποδιὰ τῆς Μαριῶς
Πλένει ἡ Μαριὼ στὸν ποταμό, πλένει τὲς φορεσιές της,
κι οἱ ὀμορφιές της λάμπουνε, κι ἀστράφτουν στὸ κορμί της
ἀράδες τ᾿ ἀσημόκουμπα κι ἀράδες τὰ γιουρντάνια,
καὶ στὰ καθάρια τὰ νερὰ τὰ πόδια της ἀσπρίζουν
σὰν νἆταν μὲ τριαντάφυλλα καὶ γάλα ζυμωμένα.
Περνοῦν ἐκεῖθε πιστικοὶ καὶ κυνηγοὶ διαβαίνουν,
κι ἄλλοι τὴν λὲν Λιογέννητη, ἄλλοι τὴν λὲν Νεράιδα.
………………………………………………………………………………
(Κ.Κρυστάλλης, Ἡ ποδιὰ τῆς Μαριῶς, Ἡμερολόγιον Σκόκου, τόμος 6 (1891), σ. 113).
Ο εκσυγχρονισμός στα αγροτικά νοικοκυριά επέρχεται προς τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Το πλυντήριο καθυστέρησε να μπει στο αγροτικό νοικοκυριό, ίσως γιατί οι γυναίκες δεν έδειχναν εμπιστοσύνη στην καθαριότητά του. Εξακολουθούσαν οι ίδιες το πλύσιμο στη σκάφη…
Καθώς γράφω για τις πλύστρες, απλώνω τη μνήμη μου, σαν λουλακί σεντόνι στο συρματόσχοινο, θυμάμαι και νιώθω τη φροντίδα, την καθαριότητα και τη θαλπωρή της μάνας… Θυμάμαι, η μάνα, αν και άρρωστη, έπλενε τα ρούχα στο χέρι. Δικαιολογούσε αυτή την πρακτική λέγοντας ότι δεν μαζεύονται πολλά ρούχα και ότι με τα χέρια της τελειώνει νωρίτερα απ’ ότι το πλυντήριο, που κάνει τόσες ώρες! Άσε, που δεν μπορούσε να κάτσει «με σταυρωμένα χέρια!».
Σήμερα, οι πλύστρες δεν πλένουν πια στη σκάφη… Τα πλυντήρια και τα καθαριστήρια ανέλαβαν και απάλλαξαν τις γυναίκες από αυτή την επίπονη εργασία.
Ας είναι αυτή η αναφορά ένα μνημόσυνο για τις γυναίκες εκείνες που τσαλαβουτούσαν χειμώνα, καλοκαίρι στα μπουγαδόνερα… Ελπίζω, σε κάποια στεγνή και καθαρή γωνιά του παραδείσου, να ανακουφίζουν τα κουρασμένα τους χέρια.
Κλείνοντας, δανείζομαι απόσπασμα από διήγημα του Μ. Γκανά, που αναφέρεται στα κουρασμένα χέρια ηλικιωμένης γυναίκας:
«Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι; Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της;
Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και τα σκατά…» (Γκανάς, 2010:11-13).